(Α)
Κατά
τους Hammond & Griffith (1995.
Τ2. Ι σ11), ο ισχυρισμός του βασιλικού οίκου της
Μακεδονίας, ότι είχε ελληνική καταγωγή:
“πιστοποιείται
πολύ πιο καθαρά από τον ισχυρισμό οποιουδήποτε άλλου βασιλικού οίκου στην
Ελλάδα”.
Μια μελέτη στις
βασικές αρχαίες σωζόμενες πηγές, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό. Ο Ηρόδοτος (5.22),
αναφέρει πως οι Μακεδόνες, με ιδρυτή τον Περδίκκα, έχουν Ελληνική καταγωγή,
όπως εξάλλου ισχυρίζονται και οι ίδιοι, αλλά και με όσα είναι σε θέση να
γνωρίζει ο ίδιος. Εν συνέχεια, επιμένει πως θα τεκμηριώσει ότι είναι Έλληνες.
Επιπροσθέτως,
σύμφωνα πάλι με τον Ηρόδοτο (5.22), ο Αλέξανδρος Α’ της Μακεδονίας,
αναγνωρίστηκε επισήμως ως Έλληνας από τους Ελλανοδίκες, και πήρε την άδεια για να
συμμετέχει στους ολυμπιακούς αγώνες. Είναι αυτός, όπου απευθυνόμενος στους
Πέρσες πρέσβεις, λίγο πριν τους σκοτώσει (διότι προσέβαλαν την αξιοπρέπειά του),
είπε αυτοπροσώπως:
“..πείτε στον βασιλιά σας, πως ένας
Έλληνας, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, σας περιποιήθηκε βασιλικά.” (Ηρόδοτος. 5.20).
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (2.99.3), οι Μακεδόνες
είχαν Ελληνική καταγωγή από το Άργος. Συγκεκριμένα, απο τον Τήμενο και τον
Ηρακλή, γιο του Δία.
Όπως ο
Δημοσθένης ήταν ταυτοχρόνως Έλληνας και Αθηναίος, έτσι ακριβώς, κατά τον Hammond (2007, I, σ11), ο
Φίλιππος Β’ ήταν Έλληνας και Μακεδόνας.
Έπειτα, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (17.1.5),
ο Μέγας Αλέξανδρος είχε καταγωγή από τον Ηρακλή, μέσω του πατέρα του, και από
την μητέρα του, από τους Αιακίδες (δηλαδή και τον Αχχιλέα). Επιπλέον, ο Αρριανός
(Ι. 11) γράφει πως, μόλις ο Αλέξανδρος έφτασε στην Τροία, θυσίασε προς τιμήν
του Πριάμου για να κατευνάσει την οργή που υπήρχε στο γένος του Νεοπτόλεμου
(γιού του Αχιλλέα). Το έκανε, διότι πίστευε πως από εκεί κατάγονταν ο ίδιος.
Εν
συνεχεία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος. 2), η καταγωγή του Αλεξάνδρου
από τον Ηρακλή λόγω του Φιλίππου, και από τον Αιακό και τον Νεοπτόλεμο, λόγω
της Ολυμπιάδας: “δεν αμφισβητείται σχεδόν
από κανέναν”.
Εξάλλου, και ο λατίνος ιστορικός Κούρτιος Ρούφος,
επιβεβαιώνει ουσιαστικά τα ίδια για την καταγωγή του (Ι.1). Μεγάλο ενδιαφέρον, παρουσιάζει επίσης το
εξής γεγονός: μια από τις πρώτες πράξεις του Φιλίππου Β’ ήταν να αντιμετωπίσει
εισβολή των Παιόνων
(Διόδωρος Σικελιώτης, 16.2.6). Η Παιονία,
είναι η περιοχή που βρίσκονται τα Σκόπια.
Επιπλέον, προβλήματα με τους κατοίκους της
Παιονίας αντιμετώπισε και ο Μέγας Αλέξανδρος, μόλις ανέλαβε την εξουσία (ο.π.
17.8.1). Το αποτέλεσμα, ήταν να μπει στην χώρα και να τους υποτάξει. Ο Διόδωρος
μάλιστα (ο.π.), τους κατονομάζει ως βαρβάρους, δηλαδή μη Έλληνες.
Εδώ
θα ολοκληρωθούν τα σύντομα ιστορικά παραδείγματα, διότι θα μπορούσαν να έχουν
γραφτεί τουλάχιστον τα δεκαπλάσια, μιας και δεν αναλύθηκε ολόκληρη η αρχαία
ιστορία, η “Βυζαντινή” περίοδος, το 1821 μέχρι και σήμερα. Το ζητούμενο, είναι
ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει αναφέρει η Ελληνική κυβέρνηση, το υπουργείο
εξωτερικών, ο πρωθυπουργός της χώρας και ο υπουργός εξωτερικών, όπου μάλιστα
πληρώνονται πλουσιοπάροχα από τα 2 εκατομμύρια Μακεδόνων, παρότι εκπροσωπούν
ένα κόμμα που είναι κατά του κεφαλαίου και του καπιταλισμού. Αυτό, δείχνει
ξεκάθαρα το βασικό λάθος της Ελληνικής πλευράς: δεν αναγνωρίζει ότι το θέμα
είναι ιστορικό, και όχι πολιτικό που καταλήγει σε ανούσιες διαφωνίες περί
αριστεράς και δεξιάς.
Τεράστιο λάθος της Ελληνικής κυβέρνησης, είναι η μη αξιοποίηση της ιστορίας. Η αντικειμενική μελέτη της ιστορίας, δείχνει ξεκάθαρα πως οι Μακεδόνες ήταν Ελληνικής καταγωγής, μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, είχαν την Ελληνική θρησκεία, μετείχαν στους ολυμπιακούς αγώνες,
και αναγνωρίστηκαν ως Έλληνες από τους Ελλανοδίκες. Είναι
υπερβολικά σημαντικό να αποφεύγονται οι πολιτικές πεποιθήσεις, και να
τονίζονται οι ιστορικές αλήθειες σε τέτοια ζητήματα.
Όπως ο λαός του Ισραήλ, έχει δίκιο με βάση
την ιστορική πορεία των Εβραίων και του τόπου τους, έτσι ακριβώς και η Ελλάδα
έχει δίκιο, με βάση την ιστορία των Ελλήνων και της Μακεδονίας. Συνεπώς, η
έμφαση στην ιστορική αλήθεια, θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα της Ελληνικής
κυβερνήσης. Αυτό είναι το τεράστιο σφάλμα του κύριου Κοτζιά. Εάν το Ισραήλ
παρατούσε την ιστορική επιχειρηματολογία, τότε θα κατέρρεε οποιαδήποτε
υπεράσπιση των εδαφών του, για τον πολύ απλό λόγο, πως το Ισραήλ ιδρύθηκε σε
αυτά τα εδάφη, λόγω της καθεαυτής ιστορικής παρουσίας των Εβραίων, και φυσικά
λόγω των διάφορων ιστορικών και άδικων διωγμών όπου βίωσαν.
Αυτός είναι ο λόγος που το Ισραήλ δεν
δικαιούται να έχει εδάφη στον Καναδά, ή στην Αυστραλία. Όταν όμως, μιλάει για
μια εβραϊκή παρουσία χιλιετιών, και μάλιστα πολύ πριν εμφανιστούν οι
μουσουλμάνοι στην περιοχή του, τότε έχει αντικειμενικά ιστορικά επιχειρήματα.
Ακριβώς το ίδιο επιβάλλεται να κάνει και η Ελλάδα.
Το
ίδιο αχρησιμοποίητα παραμένουν άλλα δύο σημαντικά στοιχεία, που μπορούν να
αποτελέσουν χρήσιμα διπλωματικά εργαλεία.
I) Η επιστολή που απέστειλαν το 1992 στην ΕΕ
επιφανείς Έλληνες (1).
Είναι δεδομένο ότι πρόσωπα όπως ο Ελύτης
(με βραβείο νόμπελ), η Αρβελέρ (τεράστια ακαδημαϊκός) και η Μελίνα Μερκούρη, μεταξύ
και όλων των υπολοίπων, δεν μπορούν να συκοφαντηθούν ως ακροδεξιοί, εθνικιστές
και άλλες παρόμοιες κατηγορίες.
Είναι υπερβολικά σημαντικό να τονίζονται
τέτοια ιστορικά ντοκουμέντα, όπου η ΕΕ και ο ΟΗΕ τα έχουν υπόψιν τους, διότι
αυξάνουν την επιχειρηματική στρατηγική. Εν τούτοις, η χρησιμότητα τους
βασίζεται καθαρά στην αξιοποίηση από την Ελληνική πλευρά. Τίποτα απολύτως δεν
χρησιμοποίησε το υπουργείο εξωτερικών.
II) Η επίσημη επιστολή του 2009, όπου
συνυπέγραψαν άνω των διακοσίων επιφανών ακαδημαϊκών: η πλειοψηφία των
οποίων διδάσκουν σε τεράστια πανεπιστήμια, και είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να
διορθώσει το σφάλμα της αναγνωρίσεως των Σκοπίων, ως Μακεδονία. Τονίζουν την
Ελληνικότητα του Αλεξάνδρου, των Μακεδόνων και την μηδαμινή σχέση των Σκοπίων
με την Μακεδονία και τον Ελληνισμό (2). Χαμένο πάει και αυτό το στοιχείο, χάριν
της Ελληνικής επιπολαιότητας.
Στις
Διεθνείς Σχέσεις (Kissinger, 1995, 2014; Brzezinski, 2008; Barston,
2006; Ferguson, 2006;), όπως εξάλλου και στις ανθρώπινες (Lewicki, Sauders
& Minton,
1997) αλλά και στην οικονομία (Sloman, 2006): η
ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση, είναι όταν δεν υπάρχει εξάρτηση, και το
συγκεκριμένο κράτος, μπορεί να τερματίσει την διαπραγμάτευση ανα πάσα στιγμή,
λόγω ανώτερης θέσης. Συνεπώς, η Ελλάδα, χώρα-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δεν
έχει καμία απολύτως ανάγκη να βιαστεί για το ζήτημα που δημιουργεί το κράτος
των Σκοπίων. Αντιθέτως, για να σωθούν από την αλβανοποίηση, ή μάλλον, για να
σύρουν και το Ελληνικό κράτος προς την περαιτέρω αστάθεια, οι Σκοπιανοί έχουν
ανάγκη από μια τέτοια ένταξη.
Ως εκτούτου, η Ελλάδα έχει εκτός από την
ιστορία, και ανώτερη διαπραγματευτική θέση. Αυτή η θέση, δεν πρέπει να
επηρεαστεί από ανύπαρκτες “παραχωρήσεις”, όπως η υποτιθέμενη αλλαγή ονόματος
του αεροδρομίου τους. Αυτό είναι άλλο
ένα τεράστιο σφάλμα του υπουργείου εξωτερικών: με το να δείχνει πως ασχολείται
πολύ με το θέμα, μειώνει την διπλωματική του θέση, ενώ έχει όλο τον χρόνο με το
μέρος του.
Εν
συνεχεία, επόμενο λάθος είναι ο φόβος της παρεξηγήσεως. Πράγματι, εάν κάποιος
λαός σήμερα αμυνθεί υπέρ των δικαιωμάτων του, αυτομάτως ενεργοποιείται το
στερεότυπο του «φασισμού», «ναζισμού» και «εθνικισμού» μεταξύ άλλων. Το
μοναδικό που έχει να κάνει ο Ελληνικός λαός σήμερα, είναι να παραδειγματιστεί
από τον λαό του Ισραήλ: ενωμένος, μορφωμένος, δημοκρατικός, με αντικειμενικούς
στόχους και ανεπηρέαστος από οποιαδήποτε συκοφαντική κριτική, που βασίζεται
στην σοφιστική.
Η
επίκληση στην ιστορική αλήθεια, όπως και στην επιστολές που αναφέρθηκαν (δηλαδή
στην βαρύτητα που έχουν τα πρόσωπα που τις υπογράφουν), δεν μπορεί να
συκοφαντηθεί από κανέναν ως ακροδεξιά ή εθνικιστική προσέγγιση. Αυτή είναι και
η μεγάλη συνεισφορά του Μίκη Θεοδωράκη, στο συλλαλητήριο της Αθήνας. Είναι πολύ
πιο ορθό και νηφάλιο, να βασίζεται κάποιος σε μια τέτοια προσέγγιση, παρά σε
ακραίες θέσεις, όπου χάνουν το δίκιο τους, διότι στην πολιτική, όπως και στην
ψυχολογία, παίζει σπουδαίο ρόλο όχι μόνο το γεγονός, αλλά και ο τρόπος.
Συνεπώς, η εμμονή στην αντικειμενικότητα και η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων,
χωρίς ακραίες συμπεριφορές, είναι ο σωστός δρόμος.
Έπειτα,
τεράστιο σφάλμα είναι η μη χρήση των συλλαλητηρίων από την κυβέρνηση και τα
ΜΜΕ. Όπως ακριβώς στις ΗΠΑ, λίγο πριν βγει ο Τραμπ, τα ΜΜΕ είχαν κυρήξει κυριολεκτικά
τον πόλεμο εναντίον των ρεπουμπλικανών, και ειδικά κατά του υποψήφιου Προέδρου,
με αποτέλεσμα να αποδειχθεί η τεράστια μείωση της επιρροής τους στον
Αμερικανικό λαό, έτσι ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα. Με ουσιαστικά μηδενική
προώθηση απο τον τύπο (κυρίως για το πρώτο συλλαλητήριο), ειδικά από τα ΜΜΕ
όπου πληρώνονται από όλους τους πολίτες, και με λανθασμένες ερμηνείες της
ποσότητας των πολιτών που έδωσαν το παρόν, τα ΜΜΕ στην Ελλάδα έχασαν την
παντοδυναμία τους.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες.
Αρχικά, είναι η χρήση του διαδικτύου και για λόγους οικονομίας δεν θα
αναφερθούν λεπτομέρειες: θεωρήθηκε, πως η κρίση του αναγνώστη θα συμφωνήσει με
το επιχείρημα. Δεύτερον, είναι η απογοήτευση του κόσμου από τα ΜΜΕ εδώ και
χρόνια. Η τεράστια ειρωνεία, είναι ότι οι 2 εκατομμύρια κάτοικοι της
Μακεδονίας, όπου πλήρωνουν (χωρίς να έχουν ρωτηθεί φυσικά) την ΕΡΤ,
αντιμετωπίστηκαν περίπου ως κάτοικοι εξωτερικού. Όμως, τίθεται το ερώτημα,
γιατί πληρώνουν ακόμα ΕΡΤ αυτοί οι πολίτες; Όταν ο Σύριζα αποφάσισε να επαναλειτουργήσει
την ΕΡΤ, ανέφερε πως:
“Η
νέα ΕΡΤ δεν θα λειτουργεί ως φερέφωνο της εκάστοτε κυβέρνησης” (3).
Θα ήταν καλύτερα αν αυτό το κρίνει ο αναγνώστης. Η ουσία των συλλαλητηρίων θα αναφερθεί στο
επόμενο μέρος του άρθρου, οπότε συνεχίζεται η ανάλυση του Α μέρους, δηλαδή περί
των λανθασμένων κινήσεων στο σκοπιανό.
Επιπροσθέτως,
οι Ελληνικές επενδύσεις στα Σκόπια μπορούν να αποτελέσουν σημαντική επιρροή.
Όπως ακριβώς η Γερμανία, όταν οι σχέσεις με την Τουρκία φθείρονται, προσπαθεί
να την επηρεάσει με οικονομικά μέσα, όπως ο Τραμπ έκοψε την χρηματοδότηση
εκατομμυρίων στο Πακιστάν (όπου στηρίζεται αρκετά απ’ο την Κίνα), και όπως ο
ΟΗΕ ασκεί οικονομικές κυρώσεις στο κομμουνιστικό ολοκληρωτικό κράτος της
Βόρειας Κορέας, έτσι ακριβώς και η Ελλάδα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την
οικονομική της δύναμη στα Σκόπια. Εξάλλου, είναι πασίγνωστο πως αυτό είχε γίνει
από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σύμφωνα
με το ΔΝΤ (4), σε παγκόσμιο ΑΕΠ ανά χώρα, η Ελλάδα είναι στην 52η
θέση, ενώ τα Σκόπια στην 132η. Δηλαδή, ογδόντα θέσεις φτωχότερα από
την Ελλάδα. Ταυτοχρόνως, η Ελλάδα είναι η 7η επενδυτική δύναμη στα Σκόπια (5). Πολύ
εύκολα λοιπόν, μπορεί να ασκήσει οικονομικές πιέσεις, όχι τόσο ώστε να
δημιουργηθεί χάος, αλλά όσο χρειάζεται για να αυξήσει την διπλωματική της
στρατηγική. Ακόμα και να μην υλοποιηθεί κάτι τέτοιο στην πράξη, θα πρέπει να
γίνει απολύτως κατανοητό από την άλλη πλευρά, πως είναι ρεαλιστικά εφικτό.
Αυτό, δεν σημαίνει πως θα πρέπει να εφαρμοστεί όπως την προηγούμενη φορά. Αλλά,
μια πιο ήπια προσέγγιση θα ανέβαζε την διπλωματική θέση, ενώ ταυτόχρονα, δεν θα
έστρεφε την διεθνή κοινότητα εναντίον της χώρας, κάτι που θα γινόταν εάν αυτό
εφαρμοζόταν σε ακραία μορφή.
Στις
15 Ιανουαρίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης, κύριος Κοντονής, δήλωσε πως 150 χώρες
έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Μακεδονία (6). Ως εκτούτου, το νόημα που θέλει
να περάσει, είναι πως έχει έρθει η ώρα να κάνει και η Ελλάδα το ίδιο, επειδή
ούτως ή άλλως, έχει προηγηθεί ανάλογη πράξη από μεγάλο αριθμό χωρών. Αυτή η
γνώμη, έχει υιοθετηθεί από την συγκεκριμένη παράταξη, και άλλα κόμματα που
συμφωνούν. Παρομοίως, ο κύριος Αμανατίδης που είναι υφυπουργός εξωτερικών, ανέφερε πως πάνω από
140 χώρες έχουν κάνει το ίδιο (7).
Ήδη από τον Αριστοτέλη (περὶ τῶν σοφιστικῶν
ἐλέγχων), ξέρουμε πως οι ποιότητες, δεν κρίνονται με ποσότητες, και την ίδια
τοποθέτηση μπορούμε να βρούμε και σε άλλους σοφούς (Καντ, 2014). Συνεπώς, ο
συλλογισμός είναι φτωχός και καταρρίπτεται εύκολα. Το ότι «150 χώρες
αναγνωρίζουν τα Σκόπια ως Μακεδονία», δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το εάν
είναι Μακεδονία, ή όχι.
Εν πάσει περιπτώσει, η άποψη αυτή εκτός από
παράλογη, καταρρίπτεται και εμπειρικά.
Σύμφωνα με τους Παλαιστίνιους, 137 χώρες
έχουν αναγνωρίσει επίσημα το κράτος τους (8). Ο λαός του Ισραήλ, όπου θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για τους Έλληνες, δεν ονομάζει τους Παλαιστίνιους “γείτονες”. Ούτε φυσικά, διαπραγματεύεται στα σοβαρά οποιονδήποτε “γεωγραφικό προσδιορισμό”, μιας και έχει ακέραιη θέση που την βασίζει στην ιστορική συνέχεια των Εβραίων.
Δεν αναγνωρίζει κανένα “κράτος της Παλαιστίνης”. Τίποτα
παρόμοιο δεν θα επηρεάσει την στάση του Ισραήλ, διότι πρόκειται για σοβαρό
κράτος. Εάν αγνοούσε το γεγονός, πως οι μουσουλμάνοι κατέκτησαν
την περιοχή περίπου 1500 χρόνια αργότερα από την εβραϊκή παρουσία στο Ισραήλ, τότε θα κατέρρεε οποιαδήποτε δίκαιη φωνή του Εβραϊκού λαού. Όμως, μια παράλληλη σύγκριση των κατορθωμάτων των Ισραηλινών από την ίδρυση του κράτους, με την συμπεριφορά των Ελλήνων από την ίδια ημερομηνία και μετά, δείχνει φανερά διαφορετικές ποσότητες θελήσεως του κάθε λαού.
Η
προσωπική φαντασίωση ενός προσώπου, ή ενός λαού (των Σκοπίων), δεν έχει καμία
σχέση με τον αυτοπροσδιορισμό. Εν πάσει περιπτώσει, ο αυτοπροσδιορισμός θα
πρέπει να στηρίζεται σε ιστορικά και ρεαλιστικά θεμέλια, και όχι σε
φαντασιώσεις αποκομμένες από την πραγματικότητα.
Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται ως “αριστερή”, συνεργάζεται με τους ψευδοεθνικιστές των Σκοπίων. Oι Σκοπιανοί και οι Αλβανοί του κρατιδίου, εκφράζουν ψευδοεθνικιστικές και
φασιστικές ιδέες. Βέβαια,
από την δικιά τους οπτική βλέπουν την ευκαιρία να συνεργαστούν, διότι γνωρίζουν
ποιά πλευρά της περιόδου 1946-9 νομίζουν πως εκπροσωπούν οι κυβερνώντες της
Ελλάδας.
Αλλά τα λάθη γίνονται από όλες τις πλευρές. Οι πρόσφατες εκδηλώσεις ακροδεξιών κινήσεων, το μόνο που καταφέρνουν, είναι να διαστρεβλώνουν την οπτική της αλήθειας ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα η αυτονόητη ιστορική και πολιτική αλήθεια να ερμηνεύεται ως εθνικιστική ή ακροδεξιά θέση.
Οι
προτάσεις περί γεωγραφικού ή χρονολογικού προσδιορισμού, είναι ακραία
επικίνδυνες. Καταρχάς, η γεωγραφία είναι επιστήμη. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει
μια αντικειμενική πραγματικότητα στο ότι η Βραζιλία δεν βρίσκεται στην Μέση
Ανατολή. Έτσι ακριβώς, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η περιοχή των Σκοπίων
είναι η αρχαία Παιονία, Θρακική περιοχή, εχθρική απέναντι στην Μακεδονία (Hammond
& Griffith,
1997; Hammond,
2007). Η Παιονία λοιπόν, και όχι η Μακεδονία, είναι η περιοχή όπου βρίσκονται
τα Σκόπια.
Έπειτα, οι προτάσεις με όνομα “Μακεδονία”
στα σλαβικά, έχουν επίσης ως αποτέλεσμα να τονώνεται ο ψευδοεθνικισμός και ο
φασισμός της χώρας. Παραδείγματος χάριν, είτε Έλληνες, είτε Γραικούς, είτε
Ιωϋαν (στα εβραϊκά), είτε γιουνάν (στα περσικά κ.α.), πρόκειται για τον ίδιο
λαό με την ίδια ιστορία.
Όλα όσα αναφέρθηκαν, δεν έχουν αξιοποιηθεί από τον Κ.Κοτζιά. Ως καθηγητής των διεθνών σχέσεων σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, θα ήταν αρκετά περίεργο να μην τα γνωρίζει. Δεν δικαιούται ούτως ή άλλως. Ο χρόνος θα δείξει, εάν επιβεβαιωθεί το
περίφημο ρητό του Βίσμαρκ: “drei professoren, vaterland verloren”,
δηλαδή: τρεις καθηγητές και καταστράφηκε η πατρίδα
(Steinberg, 2012).
Εάν η Ελλάδα είχε σοβαρή εξωτερική πολιτική, τότε η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν μια ήπια
βελτίωση
των σχέσεων με την Αλβανία. Είναι θέμα περίπου μιας γενεάς, ο Αλβανικός πληθυσμός στα Σκόπια να ξεπεράσει τον εγχώριο σλαβοβουλγαρικό. Ως εκτούτου, όχι μόνο η ιστορία, αλλά και ο χρόνος είναι με το μέρος της Ελλάδος,
παρόλα τα προβλήματα της. Σαφώς, εύκολα μπορεί να εντοπιστεί το αντεπιχείρημα: η Αλβανία έχει εχθρική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Η ιστορία διδάσκει όμως, πως ο σωστός ηγέτης πρέπει να είναι ικανός να κάνει νέες συμμαχίες, είτε με εχθρούς, είτε με κράτη όπου οι σχέσεις έχουν ψυχρανθεί. Η Ελλάδα ελέγχει σημαντικό ποσοστό της οικονομίας των Σκοπίων, και η Αλβανία θα
ελέγχει τον μελλοντικό πληθυσμό τους. Επιπροσθέτως,
η Ελλάδα έχει ανώτερο στρατό και από τις δύο χώρες. Όπως έλεγε ο Lord Palmerston (Barton &
Stearns,
2011), τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους οι εχθρούς, αλλά σταθερά συμφέροντα, κάτι που έχει γραφτεί και από τον Θουκυδίδη (Α,
124). Συνεπώς,
τα κοινά συμφέροντα μπορούν να φέρουν πιο κοντά, την Ελλάδα με
την Αλβανία.
Ήδη η πρόσφατη συνάντηση των υπουργών
εξωτερικών ήταν σε καλύτερο κλίμα, σε σχέση με το παρελθόν (9). Αυτές οι
κινήσεις βέβαια, έπρεπε να έχουν γίνει αρκετά νωρίτερα.
Ούτως
ή άλλως, η ενθάρρυνση των προκλήσεων από την μεριά της Αλβανίας, βασίζεται
καθαρά στην Τουρκική υποστήριξη. Σε περίπτωση που κλονιστεί η Τουρκία (κάτι που
δεν είναι απίθανο αλλά ούτε σίγουρο), οι απειλές της, όπου προς το παρόν είναι
ανούσιες, θα παύσουν να υπάρχουν. Επιπροσθέτως, ο δρόμος προς την Ευρωπαϊκή
πορεία βασίζεται στην Ελλάδα, και όχι στην Τουρκία του Ερντογάν. Φυσικά, η
Αλβανία επιθυμεί να ενταχθεί στην ΕΕ νωρίτερα από τα Σκόπια.
Εν κατακλείδι:
1. Έμφαση στην ιστορική αλήθεια με κάθε
μέσο.
2. Ανυποχώρητη στάση στην ονομασία, λόγω
της ιστορικής αλήθειας και της υψηλότερης διαπραγματευτικής θέσης.
3. Καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων για να
αυξηθεί ακόμα παραπάνω η δυναμική της θέσης. Όσο περνάει ο χρόνος, τόσο χάνουν
τον πληθυσμό τους, με αποτέλεσμα να χρειάζονται την Ελλάδα, ακόμα παραπάνω.
4. Σύσφιξη σχέσεων με την Αλβανία λόγω
κοινών συμφερόντων. Στήριξη της Αλβανίας έναντι των Σκοπίων, μέχρι να συμβιβαστούν οι τελευταίοι με
τους ελληνικούς όρους.
5. Εξισορρόπηση του έμμεσου ανοίγματος στην
Αλβανία ως προς την Σερβία, με μια στρατηγική ώστε να μην πανικοβληθούν οι
τελευταίοι.
6. Περαιτέρω σύσφιξη σχέσων με το Ισραήλ
και στην εξωτερική πολιτική. Η επίσκεψη του Ρίβλιν πρέπει να αξιοποιηθεί
παραπάνω. Όσο πιο κοντά στο Ισραήλ, τόσο πιο κοντά στις ΗΠΑ.
7. Τονισμός με κάθε τρόπο, της οικονομικής
εξάρτησης των Σκοπίων από την Ελλάδα.
8. Αξιοποίηση των συλλαλητηρίων: ακριβώς
αντίθετη συμπεριφορά της κυβέρνησης στο θέμα αυτό.
9. Άμεση αντικατάσταση του Κυρίου Νίμιτς με
κάποιον άλλο, πιο αντικειμενικό διπλωμάτη.
Το μακροχρόνιο αποτέλεσμα όλης αυτής της αποτυχημένης
πολιτικής, αλλά
και των ΜΜΕ, επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το μοντέλο του Oswald Spengler: την μοιραία
άνοδο του καισαρισμού. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι κυβερνώντες, αλλά
και όλα τα υπόλοιπα κόμματα μηδενός εξαιρουμένου, είναι ότι με την
πρόχειρη και
βραχυπρόθεσμη πολιτική τους, δημιουργούν
σοβαρότατες μακροχρόνιες συνέπειες, χάνοντας έτσι την δύναμη τους, και ανοίγοντας
τον δρόμο στον καισαρισμό
ως μέσο εκπροσώπησης της δημοκρατίας και του λαού. Ο Καισαρισμός στον 21ο αιώνα (ΗΠΑ, Ρωσία
και Κίνα μεταξύ άλλων), δεν έχει καμία σχέση με εθνικιστικές ή μαρξιστικές
τάσεις, δικτατορίες και στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αυτά,
όπως και μια ανάλυση των συλλαλητηρίων, θα αναφερθούν στο επόμενο μέρος,
Παραπομπές:
Barston, R., P.
(2006). Modern Diplomacy. (3rd
ed). Essex: Pearson.
Barton,
G., A. & Stearns, P., N. (2011). Lord
Palmerston and the Empire of Trade. Essex: Pearson.
Brzezinski, Z. (2008). Η Δεύτερη
Ευκαιρία. Αθήνα: Λιβάνης.
Durant, W. (1969). Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού. Δ. Αθήνα.
Σιροπούλοι.
Hammond, N., G., L. & Griffith, G., T. (2007). Ιστορία της Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης.
Kissinger, H. (2014). Παγκόσμια
Τάξη. Αθήνα: Λιβάνης.
Kissinger, H. (1994). Διπλωματία.
Αθήνα: Λιβάνης.
Ferguson, N. (2006). Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αθήνα: Ιωλκός.
Kant, I. (2014). Λογική. Αθήνα:
Printa.
Lewicki, R., J., Sauders, D., M. &
Minton, J., W. (1997). Essentials of
Negotiation. New York: McGraw-Hill.
Sloman, L. (2006). Economics. (6th ed). Essex: Pearson.
Steinberg, J. (2012).
Bismarck. Oxford: OUP.
Αρχαίες πηγές:
Αριστοτέλης. Περὶ τῶν σοφιστικῶν ἐλέγχων.
Αρριανός.
Αλεξάνδρου Ανάβασις.
Διόδωρος Σικελιώτης. Ιστορική Βιβλιοθήκη.
Ηρόδοτος. Ιστορίαι.
Θουκυδίδης. Ιστορίαι.
Πλούταρχος. Αλέξανδρος.
Κουίντος Κούρτιος Ρούφος. Η Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Διαδικτυακές πηγές:
1)
2)
3)
4)
7)
8)
9)
http://www.kathimerini.gr/944497/article/epikairothta/politikh/synanthsh-kotzia---mpoysati-sthn-korytsa